- παθιάζω
- [πάθος]1. προκαλώ σε κάποιον έντονο ενδιαφέρον, πάθος για κάτι («προσπαθεί να τήν παθιάσει από μικρή με τον χορό»)2. (το ενεργ. και το μέσ.) παθιάζομαια) υποφέρω από οργανική ή ψυχική ασθένεια («επάθιασε από τα βάσανα και τις πίκρες».)β) κατέχομαι από υπερβολικό ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παθιασμένος, -η, -οα) φανατισμένος, εμπαθής («είναι παθιασμένος με τα πολιτικά»)β) ταλαιπωρημένος, κακοτυχισμένοςγ) αυτός που πάσχει από σοβαρό, χρόνιο νόσημα.
Dictionary of Greek. 2013.